φιλομετάβολος

φιλομετάβολος
-ον, Α
αυτός που αρέσκεται στις μεταβολές ή αυτός που μεταβάλλεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + μετάβολος «μεταβλητός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλομετάβολον — φιλομετάβολος fond of change masc/fem acc sg φιλομετάβολος fond of change neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομεταβόλου — φιλομετάβολος fond of change masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλομετάβλητος — ον, Μ φιλομετάβολος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μεταβλητός (< μεταβάλλω), πρβλ. εὐ μετάβλητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”